-
1 ἀγλαόκαρπος
ἀγλᾰόκαρπος, -ονa with splendid fruit ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας fr. 106. 6.b with beautiful wrists [ ἀγλαόκαρπον Νηρέος θύγατρα (v.l. ἀγλαόκολπον, -καρνον, -κρανον.) N. 3.56] ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6. -
2 ἀγλαόκολπος
ἀγλᾰόκολπος, -ον1 with lovely bosom ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (v. l. ἀγλαόκαρπον, -καρνον, -κρανον. sc. Θέτιν.) N. 3.56 ]ἀγλαοκ[όλπου] Δωρίδος (supp. Lobel.) Θρ. 4. 4.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский